- αντεπίτροπος
- ο (AM ἀντεπίτροπος)ο αναπληρωτής του επιτρόπουνεοελλ.αξιωματικός της στρατιωτικής δικαιοσύνης, που αντιστοιχεί με τον αντεισαγγελέα της πολιτικής δικαιοσύνης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντεπίτροπος — ο αυτός που αναπληρώνει τον επίτροπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)